- πτόω
- πέτομαιflyaor imperat mid 2nd sg (epic)πτάζωfut ind act 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… … Dictionary of Greek
πτοώ — πτοώ, πτόησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πτοῶ — πτοέω terrify pres subj act 1st sg (attic epic doric) πτοέω terrify pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτόηση — η, / πτόησις, ήσεως, ΝΑ και πτοίησις, Α [πτοῶ / πτοιῶ] το αποτέλεσμα τού πτοώ, εκφοβισμός, τρόμαγμα … Dictionary of Greek
αλιπτοίητος — ἁλιπτοίητος, ον (Α) αυτός που ταξιδεύει τρομοκρατημένος στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * + πτοιητός < πτοιῶ ( εω), επικ. τ. τού ρ. πτοῶ ( έω) «τρομάζω, εκφοβίζω»] … Dictionary of Greek
αναπτοώ — ἀναπτοῶ ( εω) και ποιητ. ἀναπτοιέω (Α) [πτοῶ] 1. κατατρομάζω κάποιον 2. παθ. κυριεύομαι από τρόμο ή ταραχή, τρομάζω, ταράζομαι … Dictionary of Greek
ανασοβώ — ἀνασοβῶ ( έω) (Α) [σοβώ] 1. φοβίζω, τρομάζω, πτοώ 2. διεγείρω, ταράζω 3. διώχνω, απομακρύνω … Dictionary of Greek
απτόητος — η, ο (AM ἀπτόητος, ον, Α κ. πτοίητος) [πτοώ] αυτός που δεν πτοείται, άφοβος, ατρόμητος … Dictionary of Greek
διαπτοιώ — διαπτοιῶ και διαπτυῶ ( έω) (Α) [πτοώ] 1. εκφοβίζω, τρομοκρατώ 2. διασκορπίζω ομάδα, στρατιώτες τρομοκρατώντας τους … Dictionary of Greek
εκταρβέω — ἐκταρβέω (Α) επιτατ. τού ταρβέω*, φοβίζω, πτοώ … Dictionary of Greek